ξηραντικά

ξηραντικά
ξηραντικός
causing to dry up
neut nom/voc/acc pl
ξηραντικά̱ , ξηραντικός
causing to dry up
fem nom/voc/acc dual
ξηραντικά̱ , ξηραντικός
causing to dry up
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξηραντικάς — ξηραντικά̱ς , ξηραντικός causing to dry up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηραντικός — ή, ό (ΑΜ ξηραντικός, ή, όν) [ξηραίνω] αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • ξηραντικές ουσίες — Χημικές ουσίες καταλυτικής ενέργειας, που χρησιμοποιούνται για την επιτάχυνση της ξήρανσης διάφορων βερνικιών με βάση τα ξηραντικά έλαια και τις αλκιδικές ρητίνες. Οι κυριότερες σύγχρονες ξ.ο. είναι λινέλαια και ναφθενικά έλαια ανακατωμένα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”